- παραβαίνω
- ΝΜΑ, παρβαίνω Ααθετώ, παραβιάζω, αναιρώ (α. «παραβαίνω τον όρκο» β. «θεοῡ δε νόμον οὐ παραβαίνομεν», Ευρ.)αρχ.1. (για πολεμιστές που μάχονταν από άρματα) πορεύομαι παραπλεύρως κάποιου, στέκομαι δίπλα του («παρεβεβήκεε δὲ οἱ ἡνίοχος τῷ οὔνομα ἦν Πατιράμφης», Ηρόδ.)2. υπερβαίνω, ξεπερνώ κάτι, προχωρώ πέρα από κάτι («τὸν ὅρον ὑπερβαίνειν», πάπ.)3. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («ἐξ ἧς παρέβη Ἰούδας πορευθῆναι εἰς τὸν τόπον τὸν ἴδιον», ΚΔ)4. παρασιωπώ, παραλείπω («ἔστιν ἅ τῶν ψηφισμάτων, παρέβην», Δημοσθ.)5. αφήνω κάτι να παρέλθει, παραβλέπω, παραμελώ («οὐ τοὺς νόμους παραβέβηκεν, ἀλλὰ καὶ τὸν καιρόν», Δείν.)6. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, διαφεύγω κάτι («οὔ με παρέβα τὸ φάσμα», Ευρ.)7. προβαίνω, προχωρώ εμπρός8. (στην κωμωδία για τον χορό που μιλούσε εν ονόματι τού ποιητή) έρχομαι προς τα εμπρός, προχωρώ προς το προσκήνιο για να μιλήσω στους θεατές («αυτὸν ἐπῄνει πρὸς τὸ θέατρον παραβάς», Αριστοφ.)9. (το αρσ. τής μτχ. τού αορ. στον πληθ.) οἱ παραβάντεςοι παραβάτες10. (το ουδ. τής μτχ. τού μέσ. ενεστ. στον πληθ.) τὰ παραβαινόμεναοι παραβάσεις.
Dictionary of Greek. 2013.